- σκευουργίας
- σκευουργίᾱς , σκευουργίαmaking of toolsfem acc plσκευουργίᾱς , σκευουργίαmaking of toolsfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύνολος — ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, όλη, ον, Α [ὅλος] 1. αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, ολόκληρος, ολικός («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῡν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», Πλάτ.) 2. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ … Dictionary of Greek